Παρακολουθούμε, τελευταία, δημοσιεύματα που αναφέρουν ότι μεγάλα ονόματα της Ελληνικής Βιομηχανίας (Χαλυβουργική, ΒιοχάλκοΣιδενόρ,ΧαλκόρDianaΚατσέληςΛΑΡΚΟ κ.λπ.) μετρούν πληγές, βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο "λουκέτου", με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη δημιουργία μιας νέας φουρνιάς ανέργων.
Βλέπουμε επίσης πληθώρα δημοσιευμάτων που δίνουν μεγάλη έμφαση στο κόστος ενέργειας, αναφέροντας πως η ακριβή ενέργεια «καίει» το μέλλον της ελληνικής βιομηχανίας με ειδική αναφορά στη Χαλυβουργική.

Σίγουρα δεν μπορεί να παραγνωρίσει κάποιος το πρόβλημα που δημιουργεί στη βιομηχανία η εκτίναξη των τιμών ενέργειας, αλλά, ας επισημανθεί, αρχικά, πως η επίπτωση αφορά όλες τις δραστηριότητες και κοινωνικές ομάδες, αφού όλες στον ένα ή τον άλλο βαθμό υφίσταται αντίστοιχα προβλήματα. Επίσης το ελληνικό νοικοκυριό ζει εδώ και χρόνια τις επιπτώσεις από την εκτίναξη των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και των τιμών του πετρελαίου θέρμανσης, ζει στο πετσί του την ενεργειακή φτώχεια.
Στο παρόν άρθρο αναφερόμαστε στην ενεργοβόρα βιομηχανία λόγω επικαιρότητας.
Παρακολουθούμε τα αδιέξοδα της ενεργειακής πολιτικής και βεβαίως ήταν αναμενόμενο η κρίση που απλώνεται σε όλους τους τομείς της κοινωνικοοικονομικής ζωής του τόπου, να εκδηλωθεί και στον ενεργειακό τομέα.
Ασφαλώς, πρέπει να είναι κάποιος πολύ αφελής αν θεωρεί πως θα μπορέσει να αντέξει σήμερα μία ενεργοβόρα επιχείρηση με την εκτίναξη που έχει συμβεί στο ενεργειακό κόστος την τελευταία δεκαετία. Όμως, επίσης, πρέπει να είναι κάποιος ανιστόρητος ώστε να μην έχει βγάλει το συμπέρασμα, ότι παντού η εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και η ιδιωτικοποίηση των σημαντικών και στρατηγικών Δημόσιων Επιχειρήσεων (Δ.Ε,) όπως στην ενέργεια, έχει οδηγήσει σε έκρηξη τιμών.
Θα πρέπει λοιπόν και οι βιομήχανοι και ο φορέας τους (ΣΕΒ) να κάνουν τουλάχιστον την αυτοκριτική τους.
Τι περίμεναν; Περίμεναν ότι η μνημονιακή πολιτική που στήριξαν ή ανέχτηκαν θα οδηγούσε σε χαμηλότερες τιμές ενέργειας και επιβίωσή τους;
Πού το είδαν αυτό;
Ο ΣΥΡΙΖΑ προειδοποιούσε πως η πολιτική αυτή θα οδηγούσε σε ύφεση, κατάρρευση της αγοράς, ανεργία και καταστροφή και δυστυχώς επιβεβαιώθηκε. Αντιτάχθηκαν σε αυτή την πολιτική ή το μόνο ενδιαφέρον ήταν τα υπερκέρδη, οι εναρμονισμένες πρακτικές, η φοροαποφυγή κ.λπ.;
Βεβαίως δεν επιχαίρουμε που δικαιωθήκαμε για την πρόβλεψη της μετατροπής της χώρας σε «κρανίου τόπο». Θλιβόμαστε και προβληματιζόμαστε πώς θα ξεπεραστεί η ύφεση, πώς θα σωθούν οι επιχειρήσεις και βεβαίως οι μεγάλες ηλεκτροβόρες βιομηχανίες.
Γνωρίζουμε καλά, πόσο συμβάλλουν ώς σήμερα οι βιομηχανίες αυτές στην παραγωγή, τη δραστηριοποίηση μεγάλου αριθμού μικρομεσαίων επιχειρήσεων, την απασχόληση, στις εξαγωγές και στα συναλλαγματικά οφέλη και γι' αυτό στηρίζουμε την επιβίωσή τους, την αναζωογόνηση της ελληνικής βιομηχανίας σε υγιή όμως βάση, που πρέπει να τη στηρίξουν πρώτα από όλα οι ίδιες.
Δεν μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα η επιδίωξη σωτηρίας τους όταν είναι λάθος προσανατολισμένη. Οι ανακοινώσεις τους ώς σήμερα έχουν στο στόχαστρο τη ΔΕΗ, τη ΔΕΠΑ και το συνδικαλιστικό κίνημα, όχι την κυβέρνηση.
Άραγε η ΔΕΗ και η ΔΕΠΑ καθορίζουν την τιμολογιακή πολιτική ή η κυβέρνηση και τρόικα; Γιατί κοροϊδεύουν την κοινωνία και τους εαυτούς τους;
Πρέπει λοιπόν να στοχεύσουν στην κυβέρνηση και την εφαρμοζόμενη πολιτική. Οι εργαζόμενοι, όπως της ΔΕΗ, της ΔΕΠΑ, των ΕΛ.ΠΕ. μπορούν να τους στηρίξουν με την εφαρμογή μίας άλλη ενεργειακής πολιτικής, γενικότερα αναπτυξιακής πολιτικής που θα είναι στον αντίποδα των «νεοφιλελεύθερων» επιλογών.
Η διεθνής εμπειρία έδειξε πως όπου εφαρμόστηκε το «νεοφιλελεύθερο» μοντέλο, η συντριπτική πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και του πληθυσμού είδε τη θέση της να χειροτερεύει και να επωφελούνται μόνο οι πιο ισχυρές επιχειρήσεις. Αναγκαία λοιπόν προϋπόθεση για τον έλεγχο και συγκράτηση των τιμών είναι ο δημόσιος έλεγχος των βασικών ενεργειακών φορέων, ένας δημόσιος ενεργειακός πυλώνας από ΔΕΗ, ΔΕΠΑ - ΔΕΣΦΑ και ΕΛ.ΠΕ.
Βεβαίως, για να είναι η προϋπόθεση αυτή και ικανή, πρέπει να συνοδεύεται από άλλη πολιτική, άρα και άλλη διακυβέρνηση. Μόνο έτσι μια τυπικά δημόσια επιχείρηση μπορεί να λειτουργήσει και ουσιαστικά σαν Δ.Ε. και να συμβάλει στην κοινωνική δικαιοσύνη και ανάπτυξη. Πάντως, με το σημερινό status, σε μια πορεία 15 χρόνων, όπου ο έλεγχος του δημόσιου στον ενεργειακό τομέα έχει μεταβληθεί από 80/20, στο ακριβώς αντίθετο, δηλαδή 20/80 υπέρ του ιδιωτικού, είναι αδύνατη η άσκηση κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής.
Οι κυβερνήσεις εδώ και χρόνια έχουν κάνει μία επιλογή. Να υπηρετούν τους μετόχους της ΔΕΗ και κυρίως μεγαλομετόχους (ισχυρά funds), επίσης ημέτερους, επιχειρηματίες, όπως ο Μυτιληναίος, ο Λάτσης με ισχυρή συμμετοχή στα ΕΛ.ΠΕ. κ.λπ. Έτσι, με την εξυπηρέτηση επιχειρήσεων που έχουν όφελος από τις ψηλές τιμές ενέργειας κ.λπ., καταδικάζονται η κοινωνία και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που ζητούν χαμηλές τιμές.
Όπως λέει ο λαός μας, δεν μπορείς να έχεις δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη.
Πρέπει να γίνει νέα αρχή και αυτή θα την κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα ξηλώσει ένα προς ένα τα μνημονιακά μέτρα και τις «αλλαγές» (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις) που έφερε ο «νεοφιλελευθερισμός» και θα αρχίσει να χτίζει έναν άλλο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένου του ενεργειακού, που θα υπηρετεί την ανάπτυξη και την κοινωνία.
Μια τέτοια ανασυγκρότηση, που θα γίνει σε διάλογο με την κοινωνία και τους εργαζόμενους, θα περιορίζει την ασυδοσία των ενεργειακών ομίλων και θα υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.
Με δημοκρατικό ενεργειακό σχεδιασμό και φρένο στην ασυδοσία των ενεργειακών ομίλων μπορεί -το έχει δείξει η ιστορική εμπειρία (π.χ. σε ΔΕΗ και ΕΛ.ΠΕ.)- αλλά και με σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης να μειώνονται οι τιμές (από ΔΕΗ, ΕΛ.ΠΕ., ΕΠΑ), να επεκτείνονται τα δίκτυα, να ωφελούνται νοικοκυριά και επιχειρήσεις.