Τιμη Νι

Παρέχεται από το Investing.com

Το κιτς των δικτατόρων...




Ηταν ημέρες «γύψου», εθνικής συμφοράς, αλλά και χοντρού... γέλιου. Μόνο που για να γελάσεις χρειαζόταν τόλμη, αφού η σφαλιάρα (το λιγότερο) παραμόνευε. Εχουν περάσει 46 χρόνια από την εθνοσωτήριο, αλλά οι ...μνήμες παραμένουν νωπές.
Οι τότε πιτσιρικάδες, ώριμοι άντρες σήμερα, έχουν πολλά ν' αφηγηθούν για το κιτς της χούντας μέσα στο οποίο μεγάλωσαν. Για το θρυλικό «πουλί», για τις γιορτές της «πολεμικής αρετής», για την περίφημη «εξακρίβωση ταυτότητας», για τους «φιλότεχνους» μπάτσους με τα σκαρπίνια και τις γραβάτες με το στενό κόμπο, για τα τσάμικα και τα καλαματιανά των κοστουμαρισμένων απριλιανών, για τις κανονιές από τον Λυκαβηττό και τα έντρομα περιστέρια του Συντάγματος, για τις απόπειρες κάποιων καλλιτεχνών ν' αντισταθούν, για τον ύμνο της χούντας διά στόματος Γιάννη Βογιατζή, για την πρεμιέρα της τηλεόρασης, για τα καπελάκια της Δέσποινας Παπαδοπούλου, για χίλια δυο πράγματα.

Σήμα κατατεθέν του χουντικού κιτς ήταν η «Πολεμική αρετή των Ελλήνων» στο Καλλιμάρμαρο αλλά και στο Καυτανζόγλειο της Θεσσαλονίκης. Ξεκινούσε από το πρωί με κανονιοβολισμούς από τον Λυκαβηττό (υπάρχουν άραγε ακόμα τα κανόνια εκεί;), τρομάζοντας τους ανύποπτους Αθηναίους. Το πανηγύρι στο Καλλιμάρμαρο περιελάμβανε έως και τέσσερα μέρη. Το ένα είχε να κάνει οπωσδήποτε με το λόγο ενός από τους απριλιανούς. Σε μία ειδικά «Πολεμική αρετή» -πρέπει να ήταν από τις τελευταίες- που θα μιλούσε ο Παττακός, δεν μπόρεσε να πει τίποτα παραπάνω από το να επαναλάβει τρεις-τέσσερις φορές τις λέξεις «λαέ της Αθήνας» (ή κάπως έτσι). Οι ουρανομήκεις (προβοκατόρικες) ζητωκραυγές του πλήθους τον έστειλαν πίσω στην καρέκλα του. Στην ίδια «Πολεμική αρετή» άλλη πράξη αντίστασης ήταν τα φουσκωμένα προφυλακτικά που πετούσε μια παρέα από ναυτάκια. Ομως δεν ήταν πάντα τόσο χαρωπά τα πράγματα. Το πρόγραμμα εκτός από το λόγο περιελάμβανε παρέλαση και μετά άρχιζε η φαντασμαγορία. Οι μοτοσικλετιστές της ΕΣΑ αποδείκνυαν ότι εκτός από το να δέρνουν μπορούσαν να κάνουν ακροβατικά πάνω στις μηχανές τους (ανθρώπινες πυραμίδες και άλλα, κρατώντας πάντα τη σημαία με το πουλί) και να περνούν με ταχύτητα μέσα από φλεγόμενα στεφάνια. Οι άντρες των ειδικών δυνάμεων έπαιζαν ξύλο μεταξύ τους ή έκαναν ασκήσεις γυμναστικής. Ενίοτε έπεφταν και με αλεξίπτωτα. Το ωραιότερο όμως κομμάτι είχε να κάνει με τους αρχαίους Ελληνες, τους Βυζαντινούς και τους αρματολούς του 1821. Με τα άρματα, όπου η Ελλάς στεφανωμένη στεκόταν φορώντας το χιτώνα της πάντα εμπρός από το «πουλί». Με τις μάχες Ελλήνων και Τρώων γύρω από το δούρειο ίππο. Με τις παρελάσεις των σαρισοφόρων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Με τις γυναίκες της Ηπείρου να ανεβαίνουν ζαλωμένες τα πυρομαχικά πάνω σε βουνά από κόντρα πλακέ. Πολύ αργότερα γελάσαμε στο «Πάρτι», όταν ο Πίτερ Σέλερς κατέστρεφε μια σκηνή της ταινίας λόγω του ρολογιού που φορούσε. Τότε όμως η χλαμύδα, σε συνδυασμό με το ρολόι, στο στάδιο, μας φαινόταν σχεδόν αυτονόητη. Αυτονόητη δεν είχε φανεί στον υπογράφοντα μόνο η σφαλιάρα που μάζεψε από τον μπάτσο, λίγο πριν ξεφύγει μέσα στο πλήθος, όταν επιγραμματικά είχε συνοψίσει την εκδήλωση με τη λέξη «μαλ...».

Η εξακρίβωση ταυτότητας δημιουργούσε φοβερό άγχος. Για κάποιους που αντιστέκονταν σήμαινε κρατητήριο, ξύλο, εξορία ή φυλακή. Για τους νεότερους, σήμαινε... κούρεμα. Τους έδειχνες την ταυτότητά σου και σε πήγαιναν στο οικείο αστυνομικό τμήμα για να την εξακριβώσουν (τρέχα γύρευε). Σου τράβαγαν μια ψαλιδιά στα μαλλιά και πήγαινες στον κουρέα στη συνέχεια να τα συμμαζέψεις. Τα μαλλιά τότε, βλέπετε, λόγω των χίπις, ήταν απαραίτητα. Οπως και τα χαϊμαλιά, τα παντελόνια καμπάνες και τα πουκάμισα με τα λαχούρια. Πήγαιναν κι αυτά κόντρα στην αισθητική της χούντας.

Οι «φιλότεχνοι μπάτσοι» τραβούσαν των παθών τους τον τάραχο. Τους έστελναν σε χώρους όπου μαζεύονταν διανοούμενοι, άρα αριστεροί. Στους κινηματογράφους «Στούντιο» και «Αλκυονίδα», στο θέατρο της Μαριέτας Ριάλδη επί της οδού Ακαδημίας, στην γκαλερί του Ασαντούρ Μπαχαριάν ή στις μπουάτ της Πλάκας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν σχέση με το άθλημα, βαριούνταν αφόρητα και ξεχώριζαν λόγω ένδυσης σαν τη μύγα μες στο γάλα, όσο κι αν προσπαθούσαν να κρύψουν την ιδιότητά τους. Αργότερα βέβαια δεν την έκρυβαν καθόλου, όταν π.χ. παρακολουθούσαν το «Μεγάλο μας Τσίρκο» με τους Καρέζη - Καζάκο.

Η δε αμορφωσιά τους ήταν παροιμιώδης. Σε έρευνα που είχαν κάνει στο σπίτι του Τάσου Ζωγράφου, είδαν μια ξυλογραφία του Μεγαλίδη με θέμα τον Βελουχιώτη. «Ποιος είναι αυτός;», ρώτησαν το σκηνογράφο. «Ενας ήρωας του 1821», τους απάντησε και έφυγαν ήσυχοι.


Ενα «μπουκέτο» ΕΣΑτζήδες, που όταν δεν βαράγανε έκαναν ακροβατικά στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο Από τον ίδιο ακόμα μία μαρτυρία, όταν κάποιος Φαρμάκης, πρώην βουλευτής της ΕΡΕ που συμβούλευε τους κινηματίες περί των πολιτιστικών, κάλεσε τους κινηματογραφιστές και τους έκανε το εξής μάθημα: «Θα κάνετε ταινίες όπου η Κατερίνα θα αγαπάει τον Γιάννη και δεν μπορούν να παντρευτούν, γιατί αυτός είναι πλούσιος κι αυτή φτωχιά, αλλά μετά θα παντρεύονται, θα κάνουν ένα παιδί, που θα είναι άρρωστο» κ.λπ.

Επί επταετίας η απόλυτη κινηματογραφική έκφραση της χούντας ήταν ο Τζέιμς Πάρις και οι υπερπαραγωγές του με τους φαντάρους σε ρόλους κομπάρσων. Ταινίες όπως το «Οχι», ο «Παπαφλέσσας», η «Μάχη της Κρήτης», «Οι τελευταίοι του Ρούπελ» έκαναν τότε τζάμπα τις δημόσιες σχέσεις των συνταγματαρχών, παίζονται δε ακόμα -και υπάρχει κόσμος που τις βλέπει.

Η γιορτή που προτιμούσαν οι απριλιανοί ήταν το Πάσχα. Ισως γιατί τα Χριστούγεννα δεν συνδέονται με τα τσάμικα. Το πανηγύρι με τους φαντάρους να ψήνουν οβελίες άρχιζε στα στρατόπεδα, όπου οι πρωτεργάτες της χούντας έτρεχαν για να τσουγκρίσουν αβγά και να χορέψουν βγάζοντας τον Ελληναρά που έκρυβαν μέσα τους και κάνοντας παράλληλα τις δημόσιες σχέσεις τους, αφού η ασπρόμαυρη τηλεόραση θα τους έδειχνε υποχρεωτικά στις ειδήσεις.

Είχαν γραφεί μάλιστα και ειδικά τραγούδια γι' αυτούς, όπως το τσάμικο: «Ωρέ η εθνική κυβέρνηση/ εθνική κυβέρνηση του έθνους μας σωτήρας/ Ωρέ με Γιώργο Παπαδόπουλο με Γιώργο Παπαδόπουλο και Παττακό λεβέντη/ Ωρέ εικοσιμιά του Απριλιού εικοσιμιά του Απριλιού εστήσανε το γλέντι» ή το καλαματιανό: «Στις εικοσιμιά τ' Απρίλη σηκωθήκανε έξι φίλοι του στρατού μας οι φωστήρες και του έθνους οι σωτήρες/ Να μας ζήσει ο στρατός, Σπαντιδάκης, Παττακός, Παπαδόπουλος ο Γιώργος, Κόλλιας ο πρωθυπουργός/ Μακαρέζος, Αγγελής κι όλοι οι επιτελείς».
Το 1969 οι χουντικοί ασχολήθηκαν και με την ποίηση. Με πρωτοβουλία τους εκδόθηκε η «Λαϊκή Μούσα», πόνημα στο οποίο χώρεσαν οι λαϊκές εξάρσεις υπέρ αυτών. Αλλωστε, όπως έγραψαν: «Η Επανάστασις της 21ης Απριλίου έγινε πηγή έμπνευσης και καινούργιων αισθημάτων σε πάρα πολλούς Ελληνες. Η απότομη κατάργησις του παρελθόντος που επέφερε και η αναδημιουργική πνοή που ενεφύσησε εδημιούργησαν αναμφίβολα ικανοποίηση και ένα πλήθος ελπίδων σε χιλιάδες απλούς ανθρώπους. Η Επανάστασις υπήρξε γι' αυτούς η αφορμή να εκφράσουν σε ποιητικό λόγο αλλά και σε αυθόρμητες επιστολές ό,τι από καιρό συνειδητά ή ασυνείδητα τους καταπίεζε, ήταν σαν ένα ηφαίστειο που εξερράγη εκτοξεύοντας ψηλά ό,τι καταπιεζόταν από καιρό στις καρδιές».

Χαρείτε στίχους: ««Κύριε Παπαδόπουλε, να ζήσης χίλια χρόνια γιατί προσφέρεις στον λαό αγάπη και συμπόνια» ή «Ελάτε να ενισχύσουμε τον νέο κυβερνήτη, τον Γιώργο Παπαδόπουλο που πήρε το τιμόνι/ θ' αναστηθούν παλιοί καιροί και δοξασμένοι χρόνοι» ή «Λεβέντη Παπαδόπουλε, αετέ μου Μακαρέζο και παλικάρι Παττακέ με δάφνες φορτωμένο».

Το θαύμα ήταν, βέβαια, ο ύμνος της χούντας, που υπήρξε προϊόν διαγωνισμού και τραγουδήθηκε από τον Γιάννη Βογιατζή:

«Μέσα στ' Απρίλη τη γιορτή, το μέλλον χτίζει η νιότη, αγκαλιασμένη, δυνατή, μ' εργάτη, αγρότη, φοιτητή και πρώτο τον στρατιώτη/ Τραγούδι αγάπης αντηχεί, γελούν όλα τα χείλη και σμίγουν μέσα στην ψυχή, του Εικοσιένα η εποχή κι η Εικοσιμιά τ' Απρίλη./ Μες στις καρδιές μπαίνει ζεστή του Απριλιού η λιακάδα κι έχουν στα στήθια τους κλεισθεί θρησκεία, οικογένεια και πάνω απ' όλα Ελλάδα».

Τέλος, για τις ανάγκες του χουντικού συντάγματος επιστρατεύτηκε σε μορφή εμβατηρίου έως και ο γαλανός ουρανός: «Ναι στο Σύνταγμα για μια Ελλάδα αιώνια/ Ναι στο Σύνταγμα γι' αγάπη και ομόνοια/ Θα γεμίσεις μ' ένα ναι/ Γαλανέ μας ουρανέ».

Ενδυματολογικά η χούντα δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εβγαλαν τις στολές και φόρεσαν σκούρα κοστούμια. Με τα φράκα, βέβαια, με τα οποία δεν είχαν σχέση, έβγαζαν το σχετικό γέλιο. Αλησμόνητα πάντως θα μείνουν τα καπελάκια της Δέσποινας Παπαδοπούλου, όπως και οι τουαλέτες, αυτής και των άλλων κυριών της χούντας.

Θα πείτε, γιατί πρέπει να τα θυμόμαστε όλα αυτά; Για να έχουν γνώση οι φύλακες. Το κιτς ζωντανεύει ξανά στη χώρα μέσα από τη γνωστή οργάνωση, η οποία έχει κάθε λόγο να αποστρέφεται κάθε τι ουσιαστικό και αληθινά ωραίο.

Ο φασισμός είναι άτεχνος από τη φύση του και σαν να μην έφτανε αυτό, στις διαθέσεις του είναι να σκοτώνει την ομορφιά. Γι' αυτό ολίγη προσοχή δεν βλάπτει.
 

enet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση να μην υπάρχουν μηνύματα υβριστικού περιεχομένου.